Έκζεμα και ατμοσφαιρική ρύπανση: Υπάρχει συσχέτιση;

Το έκζεμα είναι μια φλεγμονή του δέρματος που έχει χαρακτηριστικά συμπτώματα όπως ερυθρότητα, κνησμό/φαγούρα και φλεγμαίνον δέρμα. Με βάση στοιχεία από μια νέα επιστημονική έρευνα, τα κρούσματα εκζέματος ή ατοπικής δερματίτιδας, φαίνεται να αυξάνονται στις περιοχές που καταγράφονται υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Πάνω από 31 εκατομμύρια Αμερικανοί πάσχουν από έκζεμα, «μια ομάδα φλεγμονωδών δερματικών παθήσεων που προκαλούν κνησμό, ξηροδερμία, εξανθήματα, φολιδωτές κηλίδες, φουσκάλες και δερματικές λοιμώξεις. Οι ακριβείς αιτίες του εκζέματος δεν είναι σαφείς, αλλά πιστεύεται ότι οφείλεται σε ένα υπερδραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα που αντιδρά σε ορισμένα περιβαλλοντικά ερεθίσματα.

Η αυτοάνοσης αιτιολογίας δερματική πάθηση, φαίνεται να εξαπλώνεται παράλληλα με την ρύπανση της ατμόσφαιρας και αυτή η συσχέτιση φαίνεται να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, σύμφωνα με τους ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Yale.

Είναι τελικά η ατμοσφαιρική ρύπανση αιτία εκζέματος;

Στα πλαίσια της έρευνας, οι επιστήμονες του Yale εξέτασαν στοιχεία για σχεδόν 287.000 Αμερικανούς, από τους οποίους περίπου 12.700 (4,4%) είχαν διαγνωστεί με έκζεμα.

Συνέκριναν τα κατά τόπους ποσοστά εκζέματος με τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα σε αυτό που είναι γνωστό ως «λεπτά σωματίδια» - μικροσκοπικά κομμάτια ρύπανσης που μπορούν να εισέλθουν βαθιά στους πνεύμονες.

Η ανάλυση των στοιχείων τους έδειξε πως κάθε αύξηση κατά 10 μικρογραμμάρια μικροσωματιδίων ανά τετραγωνικό μέτρο αέρα που καταγράφηκε σε κάθε περιοχή, συνδεόταν με διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης εκζέματος στους κατοίκους. Η εκτίμηση του κινδύνου διατηρήθηκε ακόμη και αφού οι ερευνητές συνυπολόγισαν άλλους πιθανούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος.

Πάντως η μελέτη δεν μπόρεσε να αποδείξει σχέση αιτίας και αποτελέσματος, παρά μόνο συσχετισμούς όμως οι ερευνητές τονίζουν πως τα ευρήματά τους δεν είναι καινούρια καθώς και άλλες μελέτες που διεξήχθησαν σε διαφορετικές χώρες (όπως η Αυστραλία, η Γερμανία και η Ταϊβάν),  κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «PLOS ONE».

Μοιραστείτε το