Η ταυτότητα της έρευνας
Οι ερευνητές εξέτασαν με μαγνητική τομογραφία τη δομή της λευκής ουσίας στον εγκέφαλο 2.681 παιδιών, ηλικίας 9 έως 12 ετών. Επίσης, χρησιμοποίησαν μία προηγμένη στατιστική προσέγγιση για να εκτιμήσουν την έκθεση του κάθε συμμετέχοντα σε μηνιαίες μέσες θερμοκρασίες από τη σύλληψή τους μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών. Ως κρύες και ζεστές θερμοκρασίες ορίστηκαν οι θερμοκρασίες που βρίσκονταν στο κατώτερο και το ανώτερο άκρο της κατανομής θερμοκρασίας στην περιοχή μελέτης.
Αναλύοντας τα αποτελέσματα αποδείχτηκε πως η έκθεση στο κρύο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του πρώτου έτους ζωής και η έκθεση στη ζέστη από τη γέννηση έως την ηλικία των τριών ετών σχετίζονταν με βραδύτερη ωρίμανση της λευκής ουσίας. Η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, ερευνήτρια στο ISGlobal και το ισπανικό ερευνητικό κέντρο IDIBELL, Λάουρα Γκρανές αναφέρει ότι «Σε προηγούμενες μελέτες, η μεταβολή αυτής της παραμέτρου έχει συσχετιστεί με χειρότερη γνωστική λειτουργία και ορισμένα προβλήματα ψυχικής υγείας».
Μελετώντας ακόμα περισσότερο τα δεδομένα αποδείχτηκε πως και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες επηρεάζουν αυτή τη συνθήκη καθώς τα παιδιά που ζουν σε φτωχότερες γειτονιές ήταν πιο ευάλωτα στην έκθεση στο κρύο και τη ζέστη. Σε αυτά τα παιδιά, τα παράθυρα ευαισθησίας στο κρύο και τη ζέστη ήταν παρόμοια με εκείνα που εντοπίστηκαν στη συνολική ομάδα των συμμετεχόντων, αλλά άρχισαν νωρίτερα. Αυτές οι διαφορές μπορεί να σχετίζονται, σύμφωνα με τους ερευνητές, με τις συνθήκες στέγασης και την ενεργειακή φτώχεια.
Ένας σημαντικός μηχανισμός που θα μπορούσε να εξηγήσει την επίδραση της θερμοκρασίας περιβάλλοντος στη νευροανάπτυξη, όπως τονίζουν οι ερευνητές, σχετίζεται με την κακή ποιότητα ύπνου, τη διαταραχή των λειτουργιών του πλακούντα ή την ενεργοποίηση του ορμονικού άξονα που οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγή κορτιζόλης ή φλεγμονώδεις διεργασίες.
Οι ειδικοί τονίζουν πως η διασφάλιση της προστασίας των παιδιών συνεπώς, από ακραίες θερμοκρασίες είναι απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου τους αλλά και για το σύνολο της υγείας τους .
Τα αποτελέσματα της νέας αυτής έρευνας, υπογράφονται από ερευνητές στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal).