Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Άμπερντιν, το Νοσοκομείο Grampian του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας όπως και από το Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ και δημοσιεύουν τη μελέτη τους στο British Journal of Cancer. Η επιστημονική ομάδα ανέλυσε δεδομένα εντοπίζοντας 7.903 άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου και τα συνέκρινε με περισσότερα από 30.418 άτομα χωρίς διάγνωση καρκίνου. Οι ερευνητές έλεγξαν γενετικούς και μη παράγοντες για να προσπαθήσουν να προσδιορίζουν αν η χρήση των αντιβιοτικών αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Για να κατανοήσουν τις επιδράσεις και λοιπών παραγόντων, προσάρμοσαν την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και το βάρος.
Επιπλέον, επειδή τα στοιχεία έδειξαν ότι υπήρχε διαχωρισμός, ο πρώιμος και ο όψιμος καρκίνος παχέος εντέρου διερευνήθηκαν ξεχωριστά.
Σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν οι ειδικοί
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι ενώ δεν βρέθηκε καμία σχέση με τον καρκίνο του ορθού, η χρήση των αντιβιοτικών συσχετίστηκε με την ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου. Πιο ειδικά, για πρώτη φορά οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως ενώ οι συνολικοί αριθμοί παραμένουν σχετικά χαμηλοί, η χρήση αντιβιοτικών συνδέεται με περίπου 50% υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου σε άτομα κάτω των 50 ετών και περίπου 9% υψηλότερο κίνδυνο σε άτομα άνω των 50 ετών.
Η αιτιολογία πίσω από αυτή τη συσχέτιση αφορά στον αντίκτυπο των αντιβιοτικών στη φυσική ποικιλομορφία των βακτηρίων του μικροβιώματος του εντέρου, η οποία μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε τροποποιημένη βακτηριακή δραστηριότητα και να επηρεάσει τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χρόνια φλεγμονή, μια κατάσταση που θεωρείται πως αυξάνει αρκετά τον κίνδυνο για καρκίνο. θεωρητικά αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου.
Οι ειδικοί διευκρινίζουν με έμφαση πως η «η χρήση αντιβιοτικών είναι πολύ συχνή και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν εκδηλώνουν καρκίνο του εντέρου όλοι όσοι χρησιμοποιούν αντιβιοτικά» τονίζει η Sarah Perrott, συγγραφέας της έρευνας από το Πανεπιστήμιο του Άμπερντιν. Σύμφωνα με την ίδια, δεν θα πρέπει να δαιμονοποιούνται αδίκως “τα ανεκτίμητα -για την Ιατρική- αντιβιοτικά”, αλλά θα πρέπει να γίνεται μόνο η απαραίτητη χρήση και κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης.
Και προσθέτει πως «η λήψη αντιβιοτικών είναι πιθανό να προκαλέσει ακούσια εντερική δυσβίωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον του εντέρου. Αυτή η διαταραχή είναι που μπορεί να αποτελέσει την αιτία αυτής της αύξησης του κινδύνου» συμπληρώνοντας επιπλέον ότι η διατροφή, ο τρόπος ζωής, το άγχος και άλλοι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία του εντέρου.
Κλείνοντας τα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές συνιστούν να γίνεται συνετή συνταγογράφηση των αντιβιοτικών για να μην ενισχυθεί και άλλο η μικροβιακή αντοχή και να αποφεύγεται η άσκοπη χρήσης τους από τους νέους. Όπως συμπληρώνει η επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Leslie Samuel «βλέπουμε ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις όπου άτομα κάτω των 50 ετών διαγιγνώσκονται με καρκίνο του παχέος εντέρου την ίδια ώρα που πολλοί δεν έχουν τους παράγοντες κινδύνου που περιμέναμε να δούμε όπως είναι ο διαβήτης, η παχυσαρκία, η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ ή η καθιστική ζωή».
Η μεγάλη έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Cancer Research UK.