Το Σύνδρομο χαρακτηρίζεται από χρόνιο κοιλιακό πόνο και διαταραχές στις συνήθειες του εντέρου, χωρίς όμως να έχει εντοπιστεί κάποιο οργανικό αίτιο. Είναι η πιο κοινή νόσος του γαστρεντερικού συστήματος που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα τους νέους και τις γυναίκες.
Μια νέα επιστημονική έρευνα ανοίγει τον δρόμο για τους πάσχοντες από το Σύνδρομο καθώς υποστηρίζει πως ειδικοί εντόπισαν την αιτία του πόνου και ευελπιστούν να σχεδιάσουν νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις που θα μετριάσουν την ταλαιπωρία όσων πάσχουν. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως κάνουν ένα μεγάλο βήμα στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, με τον εντοπισμό υποδοχέων του νευρικού συστήματος που τον προκαλούν, δημιουργώντας έτσι ελπίδες για τη ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπευτικών επιλογών.
Ο νευρώνες που προκαλούν τον κνησμό και ο ρόλος τους
Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο JCI Insight, οι ερευνητές από το Ινστιτούτο SAHMRI του Πανεπιστημίου Flinders της Αυστραλίας ανακάλυψαν ότι οι υποδοχείς που προκαλούν κνησμό στο δέρμα υπάρχουν και στο ανθρώπινο έντερο και ενεργοποιούν τους αντίστοιχους νευρώνες, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αίσθηση του χρόνιου πόνου ή του επίπονου «εντερικού κνησμού» που παρουσιάζουν οι ασθενείς με IBS (ΣΕΕ).
Με βάση τα στοιχεία της μελέτης, στους πάσχοντες από IBS (ΣΕΕ), αυτοί οι «υποδοχείς του κνησμού» είναι αριθμητικά περισσότεροι από ό,τι στους υγιείς ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι ενεργοποιούνται περισσότεροι νευρώνες, προκαλώντας παράλληλα μεγαλύτερο αίσθημα πόνου.
Ο καθηγητής Stuart Brierley από το Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας τονίζει ότι οι εντερικοί υποδοχείς του κνησμού θα μπορούσαν να προσφέρουν να ανοίξουν ένα νέο μονοπάτι στην εύρεση και αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας του εντερικού πόνου, πολύ περισσότερο, μάλιστα, από τη χρήση παραδοσιακών φαρμάκων (όπως τα οπιοειδή) που δεν διορθώνουν το πρόβλημα.
«Βρήκαμε ότι οι υποδοχείς που δημιουργούν μια αίσθηση κνησμού στο δέρμα κάνουν το ίδιο και στο έντερο, οπότε οι ασθενείς ουσιαστικά υποφέρουν από ‘εντερικό κνησμό’. Μεταφράσαμε αυτά τα αποτελέσματα μέσω τεστ σε ανθρώπινο ιστό και ευελπιστούμε να δημιουργήσουμε μια θεραπευτική μέθοδο όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να λάβουν θεραπεία από του στόματος για το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Με βάση τα νέα δεδομένα, οι ειδικοί υποστηρίζουν πως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να βρεθεί τρόπος να εμποδιστούν αυτοί οι υποδοχείς και έτσι να μη ταξιδέψει το σήμα του εντερικού κνησμού από το έντερο στον εγκέφαλο.
«Θεωρούμε πως θα πρόκειται για μια πολύ καλύτερη λύση από τις τρέχουσες θεραπείες», καταλήγει ο καθηγητής Stuart Brierley.