Η έρευνα εκπονήθηκε από το καναδικό Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ με επικεφαλής την Δρ. Κάρεν Μάθιουσον. Πρόκειται για μια ενδελεχή μετα-ανάλυση 41 προηγούμενων ερευνών, η οποία κάλυψε μια χρονική περίοδο 26 ετών (1990-2016) και αφορούσε βρέφη από 12 διαφορετικές χώρες. Από αυτά, 2.712 είχαν γεννηθεί εξαιρετικά λιποβαρή και 11.127 είχαν γεννηθεί με κανονικό βάρος.
Η μελέτη επιβεβαιώνει προηγούμενα ευρήματα που ανέφεραν πως τα λιποβαρή μωρά, κατά την παιδική και εφηβική ηλικία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) ή και να δυσκολευτούν στην προσαρμογή τους στο περιβάλλον του σχολείου ή και του φιλικού τους περίγυρου, ενώ μέχρι την ηλικία των 40, έχουν αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης κάποιου ψυχικού νοσήματος (π.χ. κατάθλιψης, άγχους, ελλιπή κοινωνική λειτουργικότητα, κ.α.).
Καθώς η έρευνα αφορά πρόωρα γεννημένα παιδιά από διαφορετικές χώρες με κοινό στοιχείο αυτές τις πιθανές ψυχικές διαταραχές, οι επιστήμονες πιστεύουν πως αυτή η συσχέτιση μάλλον οφείλεται σε νευροβιολογικούς παράγοντες, εξαιτίας της μη ολοκληρωμένης ανάπτυξης μέσα στη μήτρα, λόγω του πρόωρου τοκετού. Οι εδικοί πάντως τονίζουν πως δεν είναι δεδομένο ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν πρόωρα θα αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους προβλήματα και ότι ο πρόωρος τοκετός σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυμο των ψυχικών διαταραχών.
Όλα τα στοιχεία της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο έντυπο ψυχολογίας "Psychological Bulletin" του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου.