Κλιματική αλλαγή και ασθένειες που μεταδίδουν τα κουνούπια, μια υπαρκτή απειλή

Οι ασθένειες που συνδέονται με τα κουνούπια και η αύξηση  της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, έχει προκαλέσει αλλαγές στις ασθένειες που έχουν να κάνουν με τα κουνούπια . Την ανακοίνωση αυτή έκανε ο Πρόεδρος της Οικοανάπτυξης κ. Μουρελάτος, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των περιβαλλοντικών εφαρμογών σε όλη την Ελλάδα,  σε διαδικτυακό σεμινάριο που διοργανώθηκε για την κλιματική αλλαγή και τις ασθένειες μεταδιδόμενες με διαβιβαστές.

Σύμφωνα με όσα είπε ο κ.Μουρελάτος, πρακτικά όλες οι ασθένειες που μεταδίδονται με διαβιβαστές, επηρεάζονται από το κλίμα και η υπερθέρμανση του πλανήτη, κατά πάσα πιθανότητα, θα διευρύνει τη γεωγραφική εξάπλωση των διαβιβαστών και την εποχή μετάδοσης ασθενειών.

«Η αναμενόμενη αύξηση των βροχοπτώσεων θα δημιουργήσει περισσότερες εστίες αναπαραγωγής για τους διαβιβαστές ενώ ορισμένες περιοχές μπορεί να γίνουν πολύ θερμές για την επιβίωση των διαβιβαστών» είπε ο κ. Μουρελάτος. Διευκρίνισε ωστόσο ότι η άμεση σύνδεση των όποιων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι πολύπλοκη καθώς παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως οι αλλαγές στη χρήση γης και η ανθρώπινη μετακίνηση. «Όσο πιο γρήγορα δράσουμε για να προσαρμοστούμε και να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τόσο καλύτερα» ανέφερε.

Σύμφωνα με την Φλόρενς Φουκ (Florence Fouque) η οποία από το 2014 ηγείται της Μονάδας Vector Environment and Society από το Ειδικό Πρόγραμμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την έρευνα και εκπαίδευση σε τροπικές ασθένειες (TDR), οι κλιματικές μεταβλητές επηρεάζουν τις ασθένειες που μεταδίδονται από διαβιβαστές.

«Αυτό που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια είναι ότι η πυκνότητα της μύγας τσετσέ σε ορισμένες περιοχές όπως η κοιλάδα Ζαμβέζι μειώνεται έντονα ενώ η θερμοκρασία αυξάνεται. Δυστυχώς όμως, η κατάσταση δεν είναι παρόμοια σε όλες τις περιοχές αφού στην Τανζανία, η αύξηση της θερμοκρασίας δεν βλάπτει τη μύγα τσετσέ, απλά αλλάζει την κατανομή της και έχει αυξημένη παρουσία σε ορισμένες περιοχές».

Η κ.Φουκ αναφέρθηκε και στην αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων δάγκειου πυρετού στην Ευρώπη που δεν είναι εισαγόμενα, αλλά αυτόχθονα κρούσματα. «Υπήρχαν λιγότερα από 20 κρούσματα γύρω στο 2010 αλλά το 2023, ο αριθμός των κρουσμάτων είναι πάνω από 200, για όλες τις χώρες μαζί. Συγκεκριμένα, έχουμε βασικά τρεις χώρες που καταγράφουν κρούσματα, που είναι η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία όμως δεν έχουμε τη βεβαιότητα αυτήν τη στιγμή ότι η αύξηση των κρουσμάτων δάγκειου οφείλεται στην κλιματική αλλαγή».

 Όσον αφορά το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει πάντα και ο απρόβλεπτος παράγοντας σε σχέση με τους διαβιβαστές και τις ασθένειες που μεταδίδουν. «Ακόμα και αν έχουμε καλά μοντέλα και καλή μοντελοποίηση, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα πάντα» είπε, σημειώνοντας ότι ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής, εξαρτάται όχι μόνο από τη βιολογία των διαβιβαστών αλλά και από τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και την ανθρώπινη συμπεριφορά και αντίδραση.

Με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα, το σύστημα υγείας πρέπει να είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τις μη αναμενόμενες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, με την ανάπτυξης σχεδίων που θα έχουν εκπονηθεί νωρίτερα.

Μοιραστείτε το