Οι ερευνητές βρήκαν ότι σχεδόν τα 3/4 των ανθρώπων που μελέτησαν, συνέχισαν να υποφέρουν από κόπωση, δύσπνοια ή ακόμα και δυσκολία στη συγκέντρωση μετά την ανάρρωσή τους ή την έξοδό τους από το νοσοκομείο λόγω λοίμωξης Covid-19. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι ασθενείς αντιμετώπιζαν συμπτώματα ακόμα και για σχεδόν 60 ημέρες και σε άλλες έως και για έξι μήνες.
Τα συμπεράσματα ανήκουν στην επιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Stanford, η οποία θεωρεί πως οι ειδικοί θα πρέπει να συνεχίζουν την παρακολούθηση των ασθενών, σε περίπτωση που τα συμπτώματα επιμένουν και να πράξουν αναλόγως.
Τι έδειξαν τα στοιχεία για τα μακροχρόνια συμπτώματα
Η COVID-19 έχει ποικίλες επιδράσεις στους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιοι θα έχουν ήπια συμπτώματα και θα αναρρώσουν γρήγορα ενώ άλλοι μπορεί να ταλαιπωρούνται επί μακρόν. Ο ένας στους τέσσερις πάσχοντες ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με την ανάλυση που περιελάβανε την επανεξέταση 45 μελετών με περισσότερους από 9.700 ασθενείς.
Οι μελέτες εξέτασαν συγκεκριμένα τα «επίμονα» συμπτώματα, δηλαδή εκείνα που παρέμειναν για τουλάχιστον 60 ημέρες μετά τη διάγνωση, την έναρξη των συμπτωμάτων ή τη νοσηλεία ή για τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την ανάρρωση και το εξιτήριο από το νοσοκομείο.Tα αποτελέσματα έδειξαν πως ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών, περίπου 73%, είχε ένα μακροχρόνιο σύμπτωμα που παρέμεινε ακόμα και μετά την παρακολούθηση των ασθενών έως και έξι μήνες μετά την ανάρρωση.
Το πιο κοινό σύμπτωμα ήταν η κόπωση ή η εξάντληση, καθώς αναφέρθηκε από περίπου το 40% των πασχόντων. Επιπλέον, το 36% ανέφερε δύσπνοια και το 29,4% ανέφερε διαταραχές του ύπνου ή αϋπνία. Το 20% ανέφερε δυσκολία στη συγκέντρωση και το 11% απώλεια γεύσης.
«Αυτή η συστηματική επανεξέταση βρήκε ότι τα συμπτώματα της COVID-19 συχνά επιμένουν και μετά την έντονη φάση της λοίμωξης, γι’αυτό και υπάρχει ανάγκη για τυποποίηση των σχεδιασμών και βελτίωση της ποιότητας των μελετών. Με εκατομμύρια ανθρώπων να νοσούν από την COVID-19, τα επίμονα συμπτώματα αποτελούν ένα βάρος τόσο για τα άτομα και τις οικογένειές τους όσο και για τη δημόσια υγεία και την οικονομία. Τα ευρήματα αυτής της επανεξέτασης θα συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας των μελλοντικών μελετών δίνοντας τη δυνατότητα στους ερευνητές να αξιολογούν καλύτερα τον κίνδυνο των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων που σχετίζονται με την COVID-19 και στους γιατρούς να συμβουλεύουν και να περιθάλπουν καλύτερα τους ασθενείς τους», επισημαίνει καταληκτικά η επικεφαλής συγγραφέας Tahmina Nasserie, υποψήφια διδάκτωρ επιδημιολογίας και υγείας του πληθυσμού στο Πανεπιστήμιο Stanford.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open.