Ποια φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη σεξουαλική σας ζωή;

Είναι γνωστό πως κάποιες φαρμακευτικές ουσίες μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη λίμπιντο και την σεξουαλική  ζωή. Οι σεξουαλικές  αυτές παρενέργειες μπορεί να είναι διαφόρων ειδών, όπως π.χ να χάσετε το ενδιαφέρον για το σεξ, να έχετε δυσκολία στη στύση κ.α. Οι γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα λόγω κολπικής ξηρότητας και αδυναμία οργασμού.

Φυσικά, αν τα προβλήματα αυτά οφείλονται σε κάποιο φάρμακο, θα πρέπει να πιστοποιηθεί από γιατρό και όχι να γίνεται αυθαίρετα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει διακοπή φαρμάκου ή αντικατάσταση, χωρίς να μιλήσετε πρώτα με τον γιατρό σας.

Ας δούμε όμως τις κατηγορίες των φαρμάκων που ενδεχομένως να προκαλέσουν παρενέργειες.

– Φάρμακα για την υψηλή αρτηριακή πίεση, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων διουρητικών και φάρμακα που περιέχουν άλφα και βήτα αναστολείς, επίσης για την πίεση.

-Αντιεπιληπτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο επιληπτικών κρίσεων.

– Ορισμένα φάρμακα για τη νόσο του Πάρκινσον.

– H2 ανταγωνιστές που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της γαστροοισοφαγικής  παλινδρόμησης και του έλκους του στομαχιού.

– Πολλές κατηγορίες αντικαταθλιπτικών και άλλων φαρμάκων ψυχικής υγείας, όπως τα αντιψυχωσικά, μπορούν να προκαλέσουν διαφόρων ειδών σεξουαλικά προβλήματα και όχι μόνο στυτική δυσλειτουργία.

– Ορισμένα αντισταμινικά και αποσυμφορητικά μύτης, ακόμη και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, μπορούν να προκαλέσουν στυτική δυσλειτουργία ή προβλήματα στην εκσπερμάτιση.

– Ορισμένα ορμονικά φάρμακα, όπως κάποια που δίνονται για τη προστασία του καρκίνου του προστάτη, αλλά και του καρκίνου του στήθους.

– Τέλος, ακόμη και φάρμακα για την τριχόπτωση (λήψη από του στόματος) έχουν κατηγορηθεί ότι μειώνουν τη λίμπιντο και υποβαθμίζουν την ποιότητα του σπέρματος.

Εάν αντιμετωπίζετε σεξουαλικά προβλήματα που δεν συνδέονται άμεσα με ένα πρόβλημα υγείας και πιστεύετε ότι ένα φάρμακο δημιουργεί το πρόβλημα, συζητήστε το με τον γιατρό σας. Αν τα προβλήματα στο σεξ  συμπίπτουν με την έναρξη μιας καινούριας αγωγής, ζητήστε τη γνώμη του γιατρού σας ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος για να αλλάξει τη θεραπεία σας.

Μοιραστείτε το