Οι Γάλλοι μελέτησαν 50 ασθενείς της νόσου COVID-19 στην Γαλλία, ξεκινώντας από τη μεγάλη διαφοροποίηση στη συμπτωματολογία, καθώς κάποιοι ήταν ασυμπτωματικοί ή είχαν ήπιο βήχα ενώ άλλοι έφταναν σε σημείο να μην μπορούν να αναπνεύσουν μόνοι τους και χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη. Στόχος ήταν να βρουν αν υπάρχει και ποιο είναι το κοινό στοιχείο μεταξύ όσων είχαν σοβαρά συμπτώματα.
Για να επιτευχθεί αυτό, ανέλυσαν δείγματα αίματος, ανοσοκυττάρων και ιστού αλλά και άλλα γενετικά δείγματα από ασθενείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπάρχει ένας συνδυασμός ανεπαρκούς ανταπόκρισης της ιντερφερόνης και υπερβολικής φλεγμονής. Οι Γάλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να είναι το χαρακτηριστικό όλων των σοβαρά πασχόντων από νόσο COVID-19.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως οι ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση είχαν ανεπάρκεια στην απόκριση της ιντερφερόνης τύπου Ι – ένα είδος πρωτεΐνης που χρησιμοποιείται από το ανοσοποιητικό σύστημα για την καταπολέμηση των λοιμώξεων. Επιπλέον, υπήρχαν υψηλότερα από τα κανονικά επίπεδα προφλεγμονώδους σηματοδότησης. Μαζί, οι δύο αυτές αντιδράσεις άφηναν τους ασθενείς με λίγα «εφόδια» για να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη COVID-19.
Τα στοιχεία έρχονται να προστεθούν και σε άλλα παρόμοια που έχουν δείξει πως η σηματοδότηση της ιντερφερόνης στις επηρεαζόμενες από τη λοίμωξη περιοχές μπορεί να παίζει ρόλο στον μετριασμό της εξέλιξης της νόσου. Οι έρευνες αυτές έχουν αποδείξει πως η διάρκεια, ο χρόνος και το σημείο της έκθεσης της ιντερφερόνης στον ιό είναι κρίσιμοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’όψιν από τους ειδικούς και να αποτελέσουν υπόβαθρο για την εξέλιξη των επιτυχημένων θεραπειών.
Τέλος οι ερευνητές, ελπίζουν ότι όλα αυτά τα στοιχεία συνδυαστικά θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη νέων θεραπειών που θα ενισχύουν την απόκριση της ιντερφερόνης και θα μειώνουν τη φλεγμονή.
Η νέα έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.