Ειδικά για τον ύπνο, μια νέα βρετανική έρευνα αναφέρει πως ο επαρκής ύπνος ίσως και να μπορεί να προσφέρει ουσιαστική προστασία από την κατάθλιψη. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 287.000 ενήλικες Βρετανούς φάνηκε πως κάθε συνήθεια είχε σημασία καθαυτή και όπως είναι εύκολα κατανοητό, όσες περισσότερες καλές συνήθειες είχε υιοθετήσει κάποιος, τόσο το καλύτερο για την υγεία του.
Η ταυτότητα της έρευνας
Οι ερευνητές του University of Cambridge εστίασαν σε 287.000 συμμετέχοντες χωρίς κατάθλιψη, οι οποίοι στην έναρξη ανέφεραν τις συνήθειές τους. Τα επόμενα 7 χρόνια, έγιναν 13.000 νέες διαγνώσεις κατάθλιψης. Ο κίνδυνος ήταν χαμηλότερος όμως, σε όσους ανέφεραν πιο υγιεινό τρόπο ζωής στην έναρξη της έρευνας.
Οι 7 παράγοντες ήταν:
· Επαρκής ύπνος
· Τακτική άσκηση
· Περιορισμός της καθιστικής ζωής και περιορισμός του χρόνου μπροστά σε οθόνες
· Υγιεινή διατροφή
· Αποχή/διακοπή καπνίσματος
· Κοινωνικοποίηση και τακτικές συναντήσεις με φίλους
· Συνετή κατανάλωση αλκοόλ που δεν υπερβαίνει τις μέτριες ποσότητες
Η σημασία του ύπνου
Ο ύπνος αποδείχτηκε ένας από τους σημαντικούς παράγοντες για την προστασία από την κατάθλιψη. Αποδείχτηκε πως άνθρωποι με επαρκή ύπνο είχαν 22% λιγότερες πιθανότητες για κατάθλιψη έναντι όσων είχαν φτωχές συνήθειες ύπνου. Η αποχή από το κάπνισμα ήταν σχεδόν το ίδιο προστατευτική.
Το όφελος ήταν μεγαλύτερο όταν οι άνθρωποι είχαν υιοθετήσει πολλές συνήθειες μαζί.
Μεταξύ αυτών που ανέφεραν τουλάχιστον 5 από τις 7 συνήθειες, ο κίνδυνος κατάθλιψης ήταν κατά 57% χαμηλότερος έναντι όσων είχαν υιοθετήσει το πολύ μια συνήθεια. Στη μέση ομάδα (2-4 υγιεινές συνήθειες) ο κίνδυνος ήταν μειωμένος κατά 41%.
Με μαγνητικές τομογραφίες και αιμολήψίες, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι παραπάνω συνήθειες συνδέονταν με μεγαλύτερο όγκο ιστών σε ορισμένες εγκεφαλικές δομές, όπως ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή και ο θάλαμος, κάτι που υποδεικνύει καλύτερο έλεγχο και ρύθμιση συναισθημάτων, που θα μπορούσε να συμβάλλει στην εξήγηση της σχέσης μεταξύ υγιεινού τρόπου ζωής και χαμηλότερου κινδύνου για κατάθλιψη.
Η επιστημονική έρευνα δημοσιεύτηκε στο «Nature Mental Health».