Η πληθώρα των νέων πληροφοριών είναι τόσο μεγάλη, που απαιτεί από τον Ιατρό συνεχή ενημέρωση, μελέτη και εκπαίδευση, προκειμένου να είναι σε θέση να προσφέρει τις καλύτερες δυνατόν υπηρεσίες στον άρρωστό του. Όμως, στην απόφαση για την τελική μορφή θεραπείας ο Ιατρός δεν θα πρέπει να είναι μόνος. Οι Ιατρικές αποφάσεις θα πρέπει να είναι καρπός της σχέσης Ιατρού-Ασθενούς. Ο Ασθενής, δικαιούται να έχει άποψη για το τι πρέπει να γίνει στο σώμα του, προκειμένου να βρει λύση σε τυχόν πρόβλημα της υγείας του. Είναι όμως η ευθύνη του Ιατρού να ενημερώσει τον Ασθενή του, όσο πιο σωστά γίνεται, προκειμένου αυτός να διαμορφώσει την σωστότερη άποψη για την περίπτωσή του.
Αυτή η ευθύνη του Ιατρού, απέναντι στον άρρωστό του, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην σημερινή εποχή του διαδικτύου. Σήμερα, ο άρρωστος βομβαρδίζεται ανεξέλεγκτα από πληθώρα πληροφοριών, πολλές φορές αντιφατικών μεταξύ τους ή και παραπλανητικών, οι οποίες όχι σπάνια, αντί να ξεδιαλύνουν, απλά προκαλούν μεγαλύτερη από την αρχική σύγχυση που έχει για το θέμα που τον απασχολεί. Πολλές φορές οι επιλογές που υπάρχουν είναι πέραν της μίας και η απάντηση στο ερώτημα αν οι επιλογές αυτές είναι ισοδύναμες ή η μία υπερτερεί της άλλης, δεν είναι πάντα εύκολη.
Εδώ έρχονται οι Ιατρικές μελέτες, καθώς και η σωστή ερμηνεία τους από ειδικούς για να δοθούν οι κατάλληλες απαντήσεις. Στην σύγχρονη άσκηση της Ιατρικής αυτό περιγράφεται ως “Ιατρική ως Πράξη Βασισμένη σε Αποδείξεις” (Εvidence-Based Medical Practice). Ο πρώτος ορισμός του όρου αυτού δόθηκε από τον Dr. David Sackett το 1996 (σε ελεύθερη μετάφραση) ως: «η συνειδητή, κατηγορηματική (σαφής/ρητή) και συνετή χρήση των καλύτερων σύγχρονων επιστημονικών στοιχείων στην διαδικασία λήψεως αποφάσεων για την υγεία του κάθε ασθενούς».
Το «Εvidence-Based Medical Practice» είναι ουσιαστικά η συμμετοχή τριών διαφορετικών στοιχείων, από την αλληλεπίδραση των οποίων, θα ληφθεί μία Ιατρική απόφαση (Sackett D, 2002). Τα στοιχεία αυτά είναι:
1. Κλινική εμπειρία και ικανότητα του Ιατρού.
2. Προσωπικές αξίες και προτιμήσεις του ασθενούς.
3. Η καλύτερη σύγχρονη επιστημονική έρευνα.
Έχοντας κατά νου τις 3 αυτές αρχές σύγχρονης άσκησης της Ιατρικής εύκολα μπορούμε να εξηγήσουμε την ραγδαία εξάπλωση της θεραπείας των κιρσών με laser στις Ηνωμένες Πολιτείες και την εγκατάλειψη της σαφηνεκτομής σε κέντρα με εμπειρία:
Αρχίζοντας από το στοιχείο 3, θα λέγαμε ότι η αξιολόγηση των επιστημονικών δεδομένων γίνεται από αρμόδιες επιστημονικές εταιρείες, οι οποίες ύστερα από μελέτη των δεδομένων, καταλήγουν στην έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών (guidelines). Όσον αφορά την αντιμετώπιση ασθενών με κιρσούς των κάτω άκρων, η οδηγία της Αμερικανικής Αγγειοχειρουργικής εταιρείας και της Αμερικανικής Φλεβολογικής εταιρείας, από το 2011, είναι σαφής: να προτιμάται η ενδοαυλική θεραπεία των κιρσών με θερμοπηξία (ραδιοσυχνότητες ή laser) σε σχέση με την σαφηνεκτομή (οδηγία 11.2) (Gloviczki P., Comerota J., et al, J Vasc Surg 2011;53:2S-28S).
Όσον αφορά τους ίδιους τους ασθενείς, (στοιχείο 2), η ελάχιστα επεμβατική μέθοδος της θεραπείας με ενδοφλεβικό laser σαφέστατα προτιμάται έναντι της ανοιχτής επέμβασης. Όταν κάποιος γνωρίζει ότι μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημά του χωρίς παραμονή σε νοσοκομείο, ανώδυνα, αποφεύγοντας τη γενική ή ραχιαία αναισθησία και τις χειρουργικές τομές και θα επανέλθει ενωρίτερα στις δραστηριότητές του με άριστο κλινικό και αισθητικό αποτέλεσμα, είναι λογικό να καταφεύγει σε μια τέτοια λύση.
Τέλος το στοιχείο 1, που αναφέρεται στην ικανότητα χειρισμού της νέας τεχνολογίας, υποδηλώνει ότι κάθε τεχνική έχει αποτελεσματικότητα όταν εφαρμόζεται σωστά, από Ιατρούς με γνώση και εμπειρία. Διαφορετικά, δεν θα είναι αποτελεσματική, παρά το γεγονός ότι είναι «σωστή».
Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να επισημάνει κανείς, ότι οι μελέτες που οδήγησαν στην οδηγία του 2011 για την υπεροχή των ενδοαυλικών τεχνικών στηρίζονται σε παλαιότερη τεχνολογία του laser. Υπάρχουν από τότε νέα βιβλιογραφικά δεδομένα που περιγράφουν ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ενδοαυλικής θεραπείας. Τέλος, η επιλογή των ενδοαυλικών τεχνικών είναι μονόδρομος στις περιπτώσεις ανεπάρκειας επικουρικών κλάδων της σαφηνούς φλέβας, όπου δεν ανεπαρκεί ή ίδια η σαφηνής (non saphenous reflux) και μια σαφηνεκτομή σε αυτή την περίπτωση (αφαίρεση ενός φυσιολογικού αγγείου), προφανώς, δεν θα έλυνε το πρόβλημα.
Συμπερασματικά, σε αγγειοχειρουργικά κέντρα με Ιατρούς εκπαιδευμένους και στις δύο τεχνικές αντιμετώπισης των κιρσών (laser και σαφηνεκτομή) και με επιβεβαιωμένη από ποιοτικές μελέτες (evidence-based) της υπεροχής της λιγότερο επεμβατικής τεχνικής (του laser), είναι φυσικό επακόλουθο να εγκαταλείπεται η περισσότερο επεμβατική μέθοδος (η σαφηνεκτομή).